- ιλήκω
- ἱλήκω (Α)(για θεό) είμαι ευμενής.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ἱλάσκομαι που μαρτυρείται με τη μορφή ἱλήκῃσι (υποτ. παρακμ.) μια φορά στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. ἱλήκοις, ἱλήκοι, ἱλήκοιτε].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίλημι — ἵλημι (Α) ιλήκω* («ἵληθι, ἵλαθ ἄναξ, ἵλατε» ελέησέ μας, δείξε έλεος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην προστ. ἵληθι για το οποίο βλ. λ. ιλάσκομαι] … Dictionary of Greek
ἱλήκοι — ἱ̱λήκοῑ , ἱλήκω to be gracious pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλήκοιεν — ἱ̱λήκοιεν , ἱλήκω to be gracious pres opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλήκοις — ἱ̱λήκοις , ἱλήκω to be gracious pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλήκοιτε — ἱ̱λήκοιτε , ἱλήκω to be gracious pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλήκῃσι — ἱ̱λήκῃσι , ἱλήκω to be gracious pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)